Κατάρρευση των πωλήσεων στο χονδρικό εμπόριο αλκοολούχων ποτών έφεραν τα lockdown το 2020
Ta στοιχεία του κλάδου αντανακλούν το ισχυρότατο πλήγμα στο ευρύτερο οικοσύστημα εστίασης και τουρισμού, το οποίο θα μπορούσε να ξεπεραστεί μόνο με ένα δυνατό θετικό σοκ στην αγορά, όπως είναι η μείωση της φορολογίας.
Οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας από τη νόσο COVID-19 έδωσαν τη χαριστική βολή στον ήδη βεβαρημένο από την υψηλή φορολογία και το λαθρεμπόριο κλάδο των αλκοολούχων ποτών, βασικό προμηθευτή των επιχειρήσεων εστίασης και φιλοξενίας. Σύμφωνα με τα συγκεντρωτικά στοιχεία πωλήσεων της Ένωσης Επιχειρήσεων Αλκοολούχων Ποτών (ΕνΕΑΠ), το 2020 έκλεισε με συρρίκνωση των πωλήσεων στο κανάλι χονδρικής κατά -52%.
Το σύνολο των πωλήσεων του κλάδου αλκοολούχων ποτών για το 2020 παρουσίασε πτώση -32% σε σύγκριση με το 2019, καθώς με μικρή αύξηση 2%, την πτώση συγκράτησε μόνο μερικώς το κανάλι της λιανικής (super market) και Cash and Carry, όντας και το μόνο που παρέμεινε σε λειτουργία, σε αντίθεση με την επιτόπια κατανάλωση (bars, café bars, εστιατόρια κ.ά.) που πρακτικά μηδενίστηκε τελώντας σε lockdown σχεδόν το ήμισυ της περσινής χρονιάς. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο κανάλι της επιτόπιας κατανάλωσης εκτιμάται ότι καταναλώνεται τουλάχιστον το 62% των αλκοολούχων ποτών. Στο ίδιο ασφυκτικό πλαίσιο συνεχίζει και το νέο έτος με το χρονοδιάγραμμα ανοίγματος να παραμένει άγνωστο και τις επιχειρήσεις του κλάδου να αγωνιούν για το πώς θα κρατηθούν όρθιες, καθώς οι συνθήκες μέσα στις οποίες θα κληθεί να ανακάμψει η εφοδιαστική αλυσίδα κάθε άλλο παρά ευοίωνες διαφαίνονται ακόμη και αν ξεπερασθεί η κρίση της πανδημίας.
Σημειώνεται ότι η Ελλάδα κατατάσσεται στην 1η θέση στην ΕΕ-27 σε σχέση με το κατά κεφαλήν εισόδημα αναφορικά με το ύψος του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) των αλκοολούχων ποτών, ενώ ταυτόχρονα ο ΕΦΚ είναι έως και 4,5 φορές υψηλότερος από το μέσο όρο γειτονικών και τουριστικά ανταγωνιστικών χωρών. Αυτή η συνθήκη έχει οδηγήσει τη χώρα σε δυσμενή θέση μειώνοντας την ανταγωνιστικότητα του εγχώριου τουριστικού πακέτου, ενώ από τη διεθνή εμπειρία έχει αποδειχθεί ότι η υψηλή φορολογία αυξάνει σημαντικά τα κίνητρα λαθρεμπορίου και παραβατικότητας.
Στην παρούσα πρωτόγνωρη συγκυρία, μέτρα επιδοματικής προσέγγισης δεν επαρκούν καθώς είναι πρόσκαιρα, ενώ μόνο ζωτικής σημασίας παρεμβάσεις με αναπτυξιακή προοπτική, όπως είναι η μείωση της έμμεσης φορολογίας, κρίνονται ικανές όχι μόνο να ανακουφίσουν ουσιαστικά τις επιχειρήσεις στηρίζοντας τη βιωσιμότητά τους την επόμενη μέρα αλλά και να προκαλέσουν ένα θετικό σοκ στην εγχώρια αγορά ενισχύοντας την υγιή και νόμιμη επιχειρηματικότητα και οδηγώντας στη μετακίνηση ικανού όγκου πωλήσεων από το παράνομο στο νόμιμο εμπόριο. Παράλληλα, μια τέτοια δομική διόρθωση θα μπορούσε να διασφαλίσει τις χιλιάδες θέσεις εργασίας στην τεράστια αλυσίδα διάθεσης του ποτού καθώς και την προβλεψιμότητα και σταθερότητα των σχετικών δημοσίων εσόδων.
Ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για έναν κλάδο του οποίου η συνολική επίδραση της εφοδιαστικής αλυσίδας υπολογίζεται ότι υπερβαίνει τα 2,3 δισ. ευρώ, με τα εισοδήματα από εργασία να φθάνουν τα 480 εκατ. ευρώ, ενώ οι θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης που δημιουργεί ξεπερνούν τους 66 χιλ. εργαζόμενους, καθιστώντας τον κλάδο έναν από τους σημαντικότερους εργοδότες στη χώρα, που στηρίζει το εισόδημα τουλάχιστον 35 χιλιάδων επιχειρήσεων, οι οποίες δραστηριοποιούνται αποκλειστικά στο εμπόριο οινοπνευματωδών ποτών.