Στην Ελλάδα εφαρμόζεται Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης (ΕΦΚ) για όλες τις κατηγορίες οινοπνευματωδών ποτών (εκτός του κρασιού), ο οποίος επιβαρύνει την τελική τιμή του προϊόντος και άρα το σύνολο των καταναλωτών ανεξάρτητα από το εάν αυτοί καταναλώνουν με μέτρο ή όχι.
Ο συντελεστής ΕΦΚ ορίζεται κατ’ αρχήν με βάση την κατηγορία οινοπνευματώδους ποτού (κρασί, μπύρα, ούζο/τσίπουρο, λοιπά αλκοολούχα ποτά) και δευτερευόντως, εντός της κάθε κατηγορίας, με βάση την περιεκτικότητα σε αιθυλική αλκοόλη. Συγκεκριμένα στα αλκοολούχα ποτά :
- Ο συντελεστής ΕΦΚ (25,50 ευρώ ανά λίτρο αιθυλικής αλκοόλης) είναι ο υψηλότερος μεταξύ των χωρών της Ε.Ε., με βάση το κατά κεφαλήν εισόδημα,
- Είναι ένας από τους πέντε υψηλότερους συντελεστές ΕΦΚ στην Ε.Ε., σε απόλυτους αριθμούς, ενώ…
- Ο ΦΠΑ υπολογίζεται επί της τιμής μετά τον ΕΦΚ
Η ισχύουσα φορολογική πολιτική για τα αλκοολούχα ποτά δημιουργεί μία σειρά αλυσιδωτών αρνητικών επιπτώσεων καθώς οι φόροι :
- Ξεπερνούν το 55% της τιμής ενός κοινού αλκοολούχου ποτού επιβαρύνοντας δυσανάλογα την μεγίστη πλειοψηφία των Ελλήνων καταναλωτών οι οποίοι καταναλώνουν υπεύθυνα.
- Ταυτόχρονα επηρεάζουν αρνητικά το κόστος του τουριστικού μας προϊόντος,
- Πριμοδοτούν τη φοροδιαφυγή και λαθρεμπορία με άμεσο αντίκτυπο στα κρατικά έσοδα και θέτοντας σε κίνδυνο την υγεία του καταναλωτή. Ιδιαίτερα πρόσφορες γίνονται οι συνθήκες για τέτοιου είδους παραβάσεις στη χώρα μας καθώς οι γειτονικές μας χώρες της Ε.Ε. διατηρούν τον συντελεστή ΕΦΚ έως και 4.6 φορές χαμηλότερο.
- Η δυσμενής φορολόγηση των αλκοολούχων ποτών επιδεινώνεται περαιτέρω εξ αιτίας της της διακριτικής μεταχείρισης εντός της κατηγορίας τόσο σε φορολογικό όσο και σε ρυθμιστικό επίπεδο, εις όφελος του προϊόντος διήμερων αποσταγματοποιών (χύμα). Αυτό πυροδοτεί σημαντική νόθευση του ανταγωνισμού εις βάρος των νόμιμων επιχειρήσεων παραγωγής και εμπορίας εμφιαλωμένου τσίπουρου και τσικουδιάς, εκτεταμένη φοροδιαφυγή και λαθρεμπόριο.
Όπως τεκμηριώνεται στην πρόσφατη μελέτη ΙΟΒΕ «Ο κλάδος των αλκοολούχων ποτών στην Ελλάδα», η ισχύουσα πολιτική ΕΦΚ έχει οδηγήσει σε συρρίκνωση των νόμιμων καταγεγραμμένων πωλήσεων την τελευταία δεκαετία. Επίσης, επιβαρύνεται ο κρατικός προϋπολογισμός, καθώς παρατηρείται διαχρονική αδυναμία πρόβλεψης των εσόδων ενώ, μετά από πρόσκαιρη σύντομη άνοδο ως επακόλουθο του διπλασιασμού του ΕΦΚ τα έτη 2009-2010 (+125%), τα κρατικά έσοδα παραμένουν στάσιμα στα επίπεδα προ του 2009.
Με βάση όλα τα παραπάνω, η Εν.Ε.Α.Π. προτείνει ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης επί των αλκοολούχων ποτών να μειωθεί στο επίπεδο του μέσου όρου της Ε.Ε. Αυτό αποτελεί μια αναπτυξιακή επιλογή καθώς θα συνεισφέρει :
- στην καλύτερη εναρμόνιση των τιμών με το επίπεδο ζωής της χώρας εις όφελος των καταναλωτών,
- θα αποτελέσει ανάχωμα στις πληθωριστικές πιέσεις
- θα μειώσει δραστικά το κόστος πρώτων υλών για την εφοδιαστική αλυσίδα και ιδιαίτερα για τον κλάδο HORECA o οποίος αντιμετωπίζει ισχυρές προκλήσεις εξ αιτίας των επιπτώσεων από την πανδημία COVID19,
- θα αποτελέσει ένα αποφασιστικό χτύπημα ενάντια στη φοροδιαφυγή και το λαθρεμπόριο αλκοολούχων ποτών και κατ’επέκταση θα συνεισφέρει στην ασφάλεια του καταναλωτή
- θα εξυγιάνει τον ανταγωνισμό στον κλάδο και την εφοδιαστική του αλυσίδα.
Σύμφωνα με τη μελέτη ΙΟΒΕ, Ο κλάδος των αλκοολούχων ποτών στην Ελλάδα : Συμβολή στην οικονομία και προοπτικές (2022) η μείωση του συντελεστή ΕΦΚ στον μέσο όρο της Ε.Ε. είναι δημοσιονομικά ουδέτερη ακόμη και στο δυσμενέστερο σενάριο εξέλιξης των δεικτών της οικονομίας και της αγοράς.
Περισσότερα σχετικά με την πολιτική ειδικού φόρου κατανάλωσης των αλκοολούχων ποτών, την αποδοτικότητα, τις επιπτώσεις και τις προτάσεις της Εν.Ε.Α.Π … εδώ